προαποτειχίζω

προαποτειχίζω
Α
αποκλείω ή εμποδίζω προηγουμένως με τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποτειχίζω «περιβάλλω με τείχος, αποκλείω, εμποδίζω με οχυρωματικά τείχη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”